- αρμολογώ
- -ησα, -ήθηκα, -ημένος, γεμίζω με κονίαμα τους αρμούς ανάμεσα στις πέτρες ενός τοίχου: Δεν τον αρμολόγησες, μάστορη, καλά τον τοίχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρμολογώ — (Α ἁρμολογῶ, έω) συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + λογώ ( έω) (< λογος < λόγος)] … Dictionary of Greek
ἁρμολογῶ — ἁρμολογέω join pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἁρμολογέω join pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αρμολόγηση — και λογιά, η [αρμολογώ] η συναρμολόγηση, η τοποθέτηση αντικειμένων ή εξαρτημάτων ώστε να συνδυάζονται οι αρμοί τους … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συναρμολογώ — συναρμολογῶ, έω, ΝΜΑ [ἁρμολογῶ] συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου μσν. αρχ. (το μέσ.) συναρμολογοῡμαι, έομαι (για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek